Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πείνασε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πεινώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πεινώ