Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. παχνιάζω < παχνί + -ιάζω
  2. παχνιάζω < πάχνη + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

παχνιάζω

  1. τοποθετώ τροφή στο παχνί για τα ζώα
  2. καλύπτομαι με πάχνη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία