Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πάχνιασμα τα παχνιάσματα
      γενική του παχνιάσματος των παχνιασμάτων
    αιτιατική το πάχνιασμα τα παχνιάσματα
     κλητική πάχνιασμα παχνιάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. πάχνιασμα < παχνιάζω + -μα < παχνί
  2. πάχνιασμα < παχνιάζω + -μα < πάχνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πάχνιασμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία