πασέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασέτο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπασέτο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) ξύλινο, πτυσσόμενο / αναδιπλούμενο μέτρο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πασέτο
|
πασέτο ουδέτερο
|