παρόξυνσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρόξυνσις (μαρτυρείται από το ήδη) σε κείμενα του Ευγένιου Βούλγαρη [1] < παροξύν(ω)- + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρόξυνσις, -εως θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1766, Ευγένιος Βούλγαρις - σελ. 785, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου