παρτεναίρ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρτεναίρ < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική partenaire
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρτεναίρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρτεναίρ
→ δείτε τη λέξη παρτενέρ |
παρτεναίρ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
→ δείτε τη λέξη παρτενέρ |