Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παροχέτευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παροχέτευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
παροχετεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
παροχετεύω