παρντεσού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρντεσού < (άμεσο δάνειο) γαλλική pardessus
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρντεσού ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία, παρωχημένο) το πανωφόρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρντεσού
|
παρντεσού ουδέτερο άκλιτο
|