Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρεό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρεό
<
γαλλική
paréo
<
πολυνησιακή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρεό
ουδέτερο
άκλιτο
είδος γυναικείου, κυρίως,
ενδύματος
που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρεό
αγγλικά
:
pareo
(en)
γαλλικά
:
paréo
(fr)
,
pareo
(fr)
ισπανικά
:
pareo
(es)
πολωνικά
:
pareo
(pl)