Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεό < γαλλική paréo < πολυνησιακή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρεό ουδέτερο άκλιτο

  • είδος γυναικείου, κυρίως, ενδύματος που αποτελείται από ένα κομμάτι ύφασμα και τυλίγεται γύρω από το σώμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία