Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραωρίμασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παραωρίμασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
παραωριμάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
παραωριμάζω