Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπλανώμαι, παθητική φωνή του παραπλανώ

παραπλανώμαι και παραπλανιέμαι, στ.μέλλ.: θα παραπλανηθώ, αόρ.: παραπλανήθηκα, μτχ.π.π.: παραπλανημένος