παραπλανώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραπλανώμαι, παθητική φωνή του παραπλανώ
Ρήμα επεξεργασία
παραπλανώμαι και παραπλανιέμαι, στ.μέλλ.: θα παραπλανηθώ, αόρ.: παραπλανήθηκα, μτχ.π.π.: παραπλανημένος
- με παραπλανούν
παραπλανώμαι και παραπλανιέμαι, στ.μέλλ.: θα παραπλανηθώ, αόρ.: παραπλανήθηκα, μτχ.π.π.: παραπλανημένος