Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παραπλάνησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παραπλανώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παραπλανώ