παραμπείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραμπείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραμπαίνω
- θα παραμπείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραμπαίνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παραμπαίνω