παραμπαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παραμπαίνω
- μπαίνω μέσα σε κάτι περισσότερο απ' ό,τι θα έπρεπε
- μπαίνω υπερβολικά συχνά
- (μεταφορικά) γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός με την παρουσία μου
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμπαίνω
|