παραμιλλάομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμιλλάομαι < παράμιλλος
Ρήμα
επεξεργασίαπαραμιλλάομαι
- υπερισχύω με άμιλλα
- οὐ γὰρ πρὸς τὸν ἄνδρα παραμιλλώμεθα, ἀλλὰ πρὸς ὑμᾶς ἑαυτοὺς παραβάλλομεν (Μιχαήλ Ψελλός, Θεολογικά, 3, 10)