Ετυμολογία

επεξεργασία
παραλόγως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παραλόγως. Συγχρονικά αναλύεται σε παράλογ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

παραλόγως

  • παράλογος (& παράλογα, παραλόγως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραλόγως < παράλογ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

παραλόγως