παρακλαυσίθυρον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαρακλαυσίθυρον αρσενικό
- επαναλαμβανόμενο μοτίβο, αρχικά σε αρχαία ελληνικά ελεγειακά ποιήματα ή επιγράμματα, όπου ο εραστής «κλαίει παρά την θύρα» (κλαίει μπροστά στην πόρτα) της αγαπημένης του, η οποία τον απορρίπτει ή τον έχει απορρίψει και αυτός προσπαθεί να της αλλάξει γνώμη
- Ενδεικτικό παρακλαυσίθυρον επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας:
- Μέχρι τίνος͵ Προδίκη͵ παρακλαύσομαι; ἄχρι τίνος σε γουνάσομαι͵ στερεή͵ μηδὲν ἀκουόμενος;
- ἤδη καὶ λευκαί σοι ἐπισκιρτῶσιν ἔθειραι͵ καὶ τάχα μοι δώσεις ὡς Ἑκάβη Πριάμῳ.
- (V 103 Ρουφίνου s:Παλατινή Ανθολογία/V/103 Ρουφίνου)
- Ώς πότε πιά, Προδίκη, θέ νά κλαίω; Ώς πότε πιά, σκληρή, θά σέ ικετεύω
- χωρίς καμμιά ανταπόκριση• πιά τώρα αρχίσανε ν’ ασπρίζουν τά μαλλιά σου
- καί θέ νά μού δοθείς σύντομα, όπως εδόθηκε στόν Πρίαμο η Εκάβη.