Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

παραθώμεθα

  • α΄ πρόσωπο πληθυντικού στην υποτακτική μέσου αορίστου του ρήματος παρατίθημι
→ δείτε τη λέξη  παρατίθημι < παρά + τίθημι