παραέξω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραέξω
- (λίγο) πιο έξω
- ※ Κάθε δειλινό εδώ και δέκα χρόνια ο γαλατάς μας, που ζούσε σ' ένα χωριό παραέξω απ' την πόλη μας, ερχότανκαι κατέθετε δυο κιλά γάλα στην κατσαρόλα της θείας μου. (Γιάννης Ξανθούλης (1984) Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα [μυθιστόρημα])
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραέξω
|