Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρέμβετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρεμβαίνω
  2. θα παρέμβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρεμβαίνω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παρεμβαίνω