Δείτε επίσης: παπᾷ, παπά, Παπά, πάπα

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

παπᾶ αρσενικό

  1. γενική ενικού του παπᾶς
  2. κλητική ενικού του παπᾶς

Άλλες γραφές

επεξεργασία