Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παλιόφυτρα < παλιο- + φύτρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παλιόφυτρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία