Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παιχνίδισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παιχνιδίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παιχνιδίζω