Ετυμολογία

επεξεργασία
παίζω τὴν πεζάλαν < → δείτε τις λέξεις παίζω και πεζάλα

  Έκφραση

επεξεργασία

παίζω τὴν πεζάλαν

  • πηγαίνω με τα πόδια
    ※  12ος αιώνας Πτωχοπρόδρομος, ανωνύμου, (τέσσερα επαιτικά ποιήματα), Ποίημα Δ', στίχ. 312 (309-312) @georgakas.lit.auth.gr
    νὰ μὴ μὲ ἀφήνουν κὰν πεζὸν νὰ ἐκβαίνω τῶν ἐκεῖσε,
    ὅτι, φασὶ, τὸ τυπικὸν οὐ λέγει τὸ νὰ ἐκβαίνουν,
    εἰ δὲ καὶ ἀφήσουν με ποτὲ νὰ ἔκβω πρὸς ὀλίγον,
    ὡς μυλωνὰς ἐξέρχομαι καὶ παίζω τὴν πεζάλαν,
    Hans Eideneier (επιμ.), Πτωχοπρόδρομος, κριτική έκδοση, με σχέδια του Αλέκου Φασιανού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.