Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
πέρτικος

  Ετυμολογία επεξεργασία

πέρτικος < πέρδικα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πέρτικος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία