Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πάλεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παλεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παλεύω