Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

πάκτωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πακτώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος πακτώνω