Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οὐσίδιον < υποκοριστικό της λέξης οὐσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οὐσίδιον ουδέτερο