οἰῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οἰῶ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαοἰῶ
- δωρικός και λακωνικός τύπος του οἴω
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ· γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων! Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω, οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.
- Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
- Και ναι, μά το ζευγάρι των Διοσκούρων! Γυμνάζομαι πολύ κι άμα πηδάω, οι φτέρνες μου χτυπάν στον πισινό μου.
- [μιλά η Λαμπιτώ] μάλα γ᾽ οἰῶ ναὶ τὼ σιώ· γυμνάδδομαι γὰρ καὶ ποτὶ πυγὰν ἅλλομαι.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Λυσιστράτη, στίχ. 81 (81-82)
Πηγές
επεξεργασία- οἰῶ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- οἰῶ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.