οἰφόλης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαοἰφόλης αρσενικό, (θηλυκό οἰφόλις)
- άσεμνος, ακόλαστος, λάγνος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
- Πυρίης Ἀκήστορος
οἰφόλης
<ἤ>θρησα, καταπύγων.
- Πυρίης Ἀκήστορος
- ※ 6ος πκε αιώνας, Επιγραφή από τον Τριπόταμο της Τήνου. IG XII,5. @epigraphy.packhum.org
Πηγές
επεξεργασία- οἴφω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.