Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

οἰνοθήρας < οἰνο- + -θήρας < αρχαία ελληνική οἶνος + θηράω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

οἰνοθήρας αρσενικό

  • (φυτό) (ελληνιστική κοινή) φυτό που η ρίζα του είχε οσμή οίνου ή χρησιμοποιούνταν για να αρωματίσει τον οίνο
    ※  Πρὸς δὲ τὴν ψυχὴν τὸν μὲν στρύχνον ὥστε παρακινεῖν καὶ ἐξιστάναι, καθάπερ ἐλέχθη πρότερον, ἡ δὲ τοῦ ὀνοθήρα ῥίζα δοθεῖσα ἐν οἴνῳ πρᾳότερον καὶ ἱλαρώτερον ποιεῖ τὸ ἦθος. ἔχει δὲ ὁ μὲν ὀνοθήρας τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον ἀμυγδαλῇ μικρότερον δέ, τὸ δὲ ἄνθος ἐρυθρὸν ὥσπερ ῥόδον· αὐτὸς δὲ μέγας θάμνος· ῥίζα δὲ ἐρυθρὰ καὶ μεγάλη, ὄζει δὲ αὐανθείσης ὥσπερ οἴνου· φιλεῖ δὲ ὀρεινὰ χωρία. φαίνεται δὲ οὐ τοῦτο ἄτοπον· οἷον γὰρ προσφορά τις γίνεται δύναμιν ἔχοντος οἰνώδη. (Θεόφραστος, Περὶ φυτῶν ἱστορία, 9, 19, 1)
    ※  ὀνάγρα, οἱ δὲ ὀνοθήραν, οἱ δὲ ὀνο<θο>ῦριν· θάμνος ἐστὶ δενδροειδής, εὐμεγέθης, φύλλα ἔχων ἀμυγδαλῇ παραπλήσια, πλατύτερα δὲ καὶ ἐμφερῆ τοῖς τοῦ κρίνου, ἄνθη ῥοδοειδῆ, μεγάλα, ῥίζαν δὲ μακράν, λευκήν, ἥτις ξηρανθεῖσα οἴνου ὀσμὴν ἀποδίδωσι· φύεται ἐν ὀρεινοῖς τόποις. (Διοσκουρίδης ο Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆς, 4, 117, 1)
    ※  Ὄναγρονὀνόθηραὀνοθουρίς. τούτου ἡ ῥίζα ξηραινομένη οἰνῶδές τι ὄζει. ἔστι δὲ καὶ τῇ δυνάμει κατ’ οἶνον μάλιστα. (Γαληνός, Περὶ κράσεως καὶ δυνάμεως τῶν ἃπλῶν φαρμάκων, 12.89)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία