Ετυμολογία

επεξεργασία
οφθαλμοσκοπικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὀφλαμοσκοπικῶς (μαρτυρείται από το 1877). [1] Συγχρονικά αναλύεται σε φθαλμοσκοπικ(ός) + -ώς

  Επίρρημα

επεξεργασία

οφθαλμοσκοπικώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 750, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  • οφθαλμοσκοπικώς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)