ουμάμι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ουμάμι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 旨味, うまみ (umami, «υπέροχη γεύση»)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ουμάμι ουδέτερο άκλιτο
- μια από τις πέντε βασικές γεύσεις, που σχετίζεται κυρίως με την ύπαρξη L-γλουταμινικού οξέος στην τροφή που καταναλώνεται
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- ουμάμι στη Βικιπαίδεια