Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουασάμπι < (άμεσο δάνειο) ιαπωνική 山葵 (wasabi)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουασάμπι ουδέτερο άκλιτο

  • είδος ιαπωνικού φυτού (Wasabia japonica)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία