Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ουασάμπι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
ουασάμπι
< (
άμεσο δάνειο
)
ιαπωνική
山葵
(wasabi)
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
ουασάμπι
ουδέτερο
άκλιτο
είδος ιαπωνικού
φυτού
(Wasabia japonica)
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
ουασάμπι
αγγλικά
:
wasabi
(en)
γαλλικά
:
wasabi
(fr)
τσεχικά
:
wasabi
(cs)