ουάου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαουάου
- επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, συνηθέστερα για κάτι καλό
- ※ «Οι άντρες διαφέρουν απ' τις γυναίκες, φυσικά. Δεν μπορούν να κάνουν τα ίδια πράγματα». Ουάου! σκέφτηκα. Από πού ήρθε αυτό; (Μαργαρίτα Παπανδρέου, Έρωτας και εξουσία, εκδ. Πατάκης, 2015 [1])
- ※ Να κάνω τον αναγνώστη να μη νιώσει σαν τον Τζέιμς Μποντ, να μη σκεφτεί "ουάου, αυτός θα μπορούσε να είμαι εγώ", αλλά να τον κάνω να σκεφτεί “ω Χριστέ μου, θα μπορούσε πράγματι να είμαι εγώ"». (Ανταίος Χρυσοστομίδης, Οι κεραίες της εποχής μου. Ταξιδεύοντας με 33 διάσημους συγγραφείς σ' ένα δωμάτιο, εκδόσεις Καστανιώτη, 2012 [2])
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ουάου - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας