Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ορρώδησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ορρώδησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ορρωδώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ορρωδώ