ορκιστείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ορκιστείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορκίζομαι
- θα ορκιστείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορκίζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ορκίζομαι