οριοθετούνται
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /o.ɾi.o.θeˈtun.de/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐ρι‐ο‐θε‐τού‐νται
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οριοθετούνται
- γ' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα του ρήματος οριοθετούμαι, παθητικής φωνής του οριοθετώ
- από τον νόμο οριοθετούνται οι χώροι τραπεζοκαθισμάτων στα πεζοδρόμια και τους υπαίθριους χώρους