οποσάκις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οποσάκις < αρχαία ελληνική ὁποσάκις
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.poˈsa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πο‐σά‐κις
Επίρρημα
επεξεργασίαοποσάκις (χρονικό επίρρημα)
- (αρχαιοπρεπές) όσες φορές, οσάκις
Μεταφράσεις
επεξεργασία οποσάκις
→ δείτε τη λέξη οσάκις |