οσάκις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οσάκις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁσάκις[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈsa.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐σά‐κις
Επίρρημα
επεξεργασίαοσάκις
- όσο συχνά, όσες φορές
- ※ Τὰ δημόσια γραφεῖα ἀργοῦσι… δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, ἐκτὸς τοῦ κεντρικοῦ ταμείου, τὸ ὁποῖον ἐργάζεται τὴν τελευταίαν ἑκάστου μηνός, ὁσάκις δὲν ἐργάζονται ἐν αὐτῷ οἱ ποντικοὶ καὶ αἱ ἀράχναι. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Μεταφράσεις
επεξεργασία οσάκις
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ οσάκις - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας