Δείτε επίσης: ὁσάκις

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οσάκις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὁσάκις[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oˈsa.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐σά‐κις

  Επίρρημα

επεξεργασία

οσάκις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία