Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοουσίως < ομοούσιος + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ομοουσίως

  Μεταφράσεις επεξεργασία