Ετυμολογία

επεξεργασία
ομολογουμένως < αρχαία ελληνική ὁμολογουμένως < ὁμολογούμενος, μετοχή ενεστώτα του ὁμολογέομαι, -οῦμαι

  Επίρρημα

επεξεργασία

ομολογουμένως

ομολογουμένως, η συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν εξαιρετικά σημαντική

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία