Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολιγώρησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ολιγώρησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ολιγωρώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ολιγωρώ