Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

οληνύκτα < όλη + νύκτα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.liˈni.kta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐λη‐νύ‐κτα

  Επίρρημα επεξεργασία

οληνύκτα (χρονικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία