ολέ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /oˈle/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐λέ
Ετυμολογία
επεξεργασία- ολέ < άμεσο δάνειο από την ισπανική olé / ole
Επιφώνημα
επεξεργασίαολέ
- άλλη μορφή του όλε
Μεταφράσεις
επεξεργασία ολέ
|
Δείτε επίσης : όλε, Όλε |
ολέ
|