οδηγηθείτε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
οδηγηθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οδηγούμαι
- θα οδηγηθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οδηγούμαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος οδηγούμαι