οβελιαίο λοφίο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαοβελιαίο λοφίο ουδέτερο ενικός (οβελιαία λοφία πληθυντικός)
- (ανατομία, οστεολογία) οστέινο λοφίο στην κορυφή του κρανίου στο οποίο προσδένονται μύες δυνατής γνάθου
Μεταφράσεις
επεξεργασία οβελιαίο λοφίο