ξυλοφορτώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαξυλοφορτώνομαι, π.αόρ.: ξυλοφορτώθηκα, μτχ.π.π.: ξυλοφορτωμένος, (ενεργ.: ξυλοφορτώνω)
- παθητική φωνή του ρήματος ξυλοφορτώνω → δείτε και την κλίση
ξυλοφορτώνομαι, π.αόρ.: ξυλοφορτώθηκα, μτχ.π.π.: ξυλοφορτωμένος, (ενεργ.: ξυλοφορτώνω)