ξούτσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξούτσκος < χρυσούτσικος
Επίθετο επεξεργασία
ξούτσκος, -ια, -ο
- (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσούτσικος, με την έννοια του μικρού αγαπημένου ή μικρού αγαπητού
- Του ξούτσκο μ', ιέπεσι κι χτύπ'σι. (= Το χρυσούτσικό μου, έπεσε και χτύπησε.)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη αγαπητός