ξο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξο < χρυσό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξο ουδέτερο
- (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσό, με την έννοια του αγαπημένου ή αγαπητού
- Τι κάν'ς ξο μ'! Πώς είσι; (= Τι κάνεις χρυσό μου! Πώς είσαι;)
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη αγαπητός