Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξο < χρυσό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξο ουδέτερο

  1. (ρουμελιώτικη διάλεκτος ή θεσσαλική διάλεκτος) χρυσό, με την έννοια του αγαπημένου ή αγαπητού
    Τι κάν'ς ξο μ'! Πώς είσι; (= Τι κάνεις χρυσό μου! Πώς είσαι;)

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη αγαπητός